μαλπιγγία

μαλπιγγία
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, τυπικό τής οικογένειας μαλπιγγίδες, στο οποίο ανήκουν 35 περίπου είδη αειθαλών δένδρων και θάμνων τής τροπικής Αμερικής και τών Δυτικών Ινδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. malpighia, από το επών. τού Marcello Malpighi, Ιταλού γιατρού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαλπιγγίδες — οι οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών η οποία ανήκει στην τάξη γερανιώδη και τυπικό γένος τής οποίας είναι η μαλπιγγία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. malpighiaceae < malpighia (βλ. λ. μαλπιγγία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”